ὑποτυπόω: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτῠπόω''': [[σχηματίζω]], διατυπώνω ὀλίγον ἢ γενικῶς, [[διαγράφω]] ὡς ἐν σχεδίῳ, Λατ. adumbrare (πρβλ. [[ὑπογράφω]] ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 17, Πολύβ. 22. 13, 6. ΙΙ. Μέσ., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν ὀνύχων γένεσιν, ἐφρόντισαν νὰ σχηματίσωσι τοὺς ὄνυχας ἐν ἀτελεῖ μορφῇ, Πλάτ. Τίμ. 76Ε· ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν..., τί ἐστι, σχηματίσας ἰδέαν ἢ ἔννοιάν τινα περὶ αὐτῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 2, 5, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 1. 3, Φιλόστρ. 481. | |lstext='''ὑποτῠπόω''': [[σχηματίζω]], διατυπώνω ὀλίγον ἢ γενικῶς, [[διαγράφω]] ὡς ἐν σχεδίῳ, Λατ. adumbrare (πρβλ. [[ὑπογράφω]] ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 17, Πολύβ. 22. 13, 6. ΙΙ. Μέσ., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν ὀνύχων γένεσιν, ἐφρόντισαν νὰ σχηματίσωσι τοὺς ὄνυχας ἐν ἀτελεῖ μορφῇ, Πλάτ. Τίμ. 76Ε· ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν..., τί ἐστι, σχηματίσας ἰδέαν ἢ ἔννοιάν τινα περὶ αὐτῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 2, 5, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 1. 3, Φιλόστρ. 481. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />ébaucher, esquisser.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τυπόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A sketch out, outline, Arist.EN1098a21, Plb.21.30.6 (Pass.):—Med., draft, συγγραφὴν -τυπώσασθαι καὶ γράψαι PSI4.429.10 (iii B. C.). 2 predispose, πρὸς σωφροσύνην Phld.Mus.p.57 K., cf. p.77 K. 3 prescribe, τροφὴν αὐτάρκη καὶ λουτρά Paul.Aeg.6.110. II Med., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν τῶν ὀνύχων γένεσιν took care to have nails formed in a rudimentary way, Pl.Ti.76e; ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν . . τί ἐστι having formed a notion of it, Arist. Metaph.1028b31, cf. Hdn.1.3.5, Philostr.VS1 Prooem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῠπόω: σχηματίζω, διατυπώνω ὀλίγον ἢ γενικῶς, διαγράφω ὡς ἐν σχεδίῳ, Λατ. adumbrare (πρβλ. ὑπογράφω ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 17, Πολύβ. 22. 13, 6. ΙΙ. Μέσ., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν ὀνύχων γένεσιν, ἐφρόντισαν νὰ σχηματίσωσι τοὺς ὄνυχας ἐν ἀτελεῖ μορφῇ, Πλάτ. Τίμ. 76Ε· ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν..., τί ἐστι, σχηματίσας ἰδέαν ἢ ἔννοιάν τινα περὶ αὐτῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 2, 5, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 1. 3, Φιλόστρ. 481.