προτίμησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτίμησις''': [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., [[Πολυδ]]. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708. | |lstext='''προτίμησις''': [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., [[Πολυδ]]. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A honouring before or above others, preference, Th. 3.82: pl., Poll.8.140; assigning a higher value to, τῶν αὐτῶν ἡ π. καὶ ἡ αἵρεσις Plot.6.7.20; κατὰ προτίμησιν in order of importance, τὸ κ. π. σχῆμα (sc. μάλιστα μέν . . κτλ.) Hermog.Id.1.11. (Dor. προτίμᾱσις is dub. in SIG943.13 (Cos, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
προτίμησις: [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας προτίμησις Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prédilection, préférence pour, gén..
Étymologie: προτιμάω.