ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10. | |lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).<br />'''Étymologie:''' [[μαλακίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.
German (Pape)
[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
French (Bailly abrégé)
ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.