ἀπόνιμμα: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόνιμμα''': τό, ([[ἀπονίπτω]]) = [[ἀπόνιπτρον]], Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως [[ὕδωρ]] πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α. | |lstext='''ἀπόνιμμα''': τό, ([[ἀπονίπτω]]) = [[ἀπόνιπτρον]], Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως [[ὕδωρ]] πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />eau qui a servi à se laver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπονίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπονιπτω)
A = ἀπόνιπτρον, Plu.Sull.36: esp. water for purifying the dead or the unclean, Clidem.(or Anticlid.)ap. Ath.9.409f, cf. 410a.
German (Pape)
[Seite 316] τό, Waschwasser, Plut. Syll. 36, nach Ath. IX, 409 f bes. ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γενομένων καὶ ἐπὶ τῶν τοὺς ἐναγεῖς καθαιρόντων, also eine Art Weihwasser.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιμμα: τό, (ἀπονίπτω) = ἀπόνιπτρον, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως ὕδωρ πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau qui a servi à se laver.
Étymologie: ἀπονίζω.