ἀποτρώγω: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ ἀπέτρᾰγον, Διογ. Λ. 9.27: - [[ἀποδάκνω]] ἢ [[παρεσθίω]] τινός, κομάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1· ἀπορτώγουσι τὸ ἱππομανὲς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 9: μεταφ., μισθοὺς ἀπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 367, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 3· ἀπ. τὸ ἀπορηθέν, ἐπιπολαίως [[ἐξετάζω]] τὴν ἀπορίαν χωρὶς νὰ προσπαθήσω νὰ [[ἐμβαθύνω]] εἰς τὴν οὐσίαν τῆς ὑποθέσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 4, 23. 2) μ. γεν., [[τρώγω]] ἀπὸ τινος, [[τρώγω]] [[μέρος]] τινός, τῆς πόας ἀποτρώγων Βαβρ. 46. 6· μεταφ., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, δὲν ἀποτέμνεις τοὺς ἐν τῷ ὄγμῳ σου [[στάχυς]], δὲν πολυθερίζεις τὰ στάχυα εἰς τὸ αὐλάκι σου (ἐν τῷ θερισμῷ, πρβλ. [[αὖλαξ]] ΙΙ), Θεόκρ. 10. 6. | |lstext='''ἀποτρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ ἀπέτρᾰγον, Διογ. Λ. 9.27: - [[ἀποδάκνω]] ἢ [[παρεσθίω]] τινός, κομάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1· ἀπορτώγουσι τὸ ἱππομανὲς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 9: μεταφ., μισθοὺς ἀπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 367, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 3· ἀπ. τὸ ἀπορηθέν, ἐπιπολαίως [[ἐξετάζω]] τὴν ἀπορίαν χωρὶς νὰ προσπαθήσω νὰ [[ἐμβαθύνω]] εἰς τὴν οὐσίαν τῆς ὑποθέσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 4, 23. 2) μ. γεν., [[τρώγω]] ἀπὸ τινος, [[τρώγω]] [[μέρος]] τινός, τῆς πόας ἀποτρώγων Βαβρ. 46. 6· μεταφ., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, δὲν ἀποτέμνεις τοὺς ἐν τῷ ὄγμῳ σου [[στάχυς]], δὲν πολυθερίζεις τὰ στάχυα εἰς τὸ αὐλάκι σου (ἐν τῷ θερισμῷ, πρβλ. [[αὖλαξ]] ΙΙ), Θεόκρ. 10. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποτρώξομαι, <i>ao.2</i> ἀπέτραγον;<br />ronger : πτόρθους PLUT brouter de jeunes pousses ; καρπόν PLUT déchiqueter un fruit <i>en parl. de corbeaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τρώγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 2
A ἀπέτρᾰγον Ph.1.224, Gal.6.864, D.L.9.27:— bite or nibble off, πτόρθους Eup.14; τὸ ἱππομανὲς ἀ. Arist.HA605a4; γλῶτταν Ph. l.c., cf. Gal. l.c.: metaph., μισθοὺς ἀ. Ar.Ra.367, cf. Men.303; ἀ. τὸ ἀπορηθέν 'gulp down', 'bolt' the difficulty, i.e. pass it by without trying to get at the heart of the matter, Arist.Metaph. 1001a2. 2 c. gen., nibble at, πόης Babr.46.6: metaph., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, i.e. you don't gobble your swathe, Theoc.10.
German (Pape)
[Seite 332] (s. τρώγω), abbeißen, abnagen, essen von etwas, τινός Ath. I, 2 c; τᾶς αὔλακος, die Furche weiter ziehen, Theocr. 10, 6; τὴν ῥῖνα Luc. Hermot. 9; μισθάριόν τινος, abzwacken, Menand. B. A. 438, durch ἀφαιρεῖν erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ ἀπέτρᾰγον, Διογ. Λ. 9.27: - ἀποδάκνω ἢ παρεσθίω τινός, κομάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1· ἀπορτώγουσι τὸ ἱππομανὲς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 9: μεταφ., μισθοὺς ἀπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 367, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 3· ἀπ. τὸ ἀπορηθέν, ἐπιπολαίως ἐξετάζω τὴν ἀπορίαν χωρὶς νὰ προσπαθήσω νὰ ἐμβαθύνω εἰς τὴν οὐσίαν τῆς ὑποθέσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 4, 23. 2) μ. γεν., τρώγω ἀπὸ τινος, τρώγω μέρος τινός, τῆς πόας ἀποτρώγων Βαβρ. 46. 6· μεταφ., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, δὲν ἀποτέμνεις τοὺς ἐν τῷ ὄγμῳ σου στάχυς, δὲν πολυθερίζεις τὰ στάχυα εἰς τὸ αὐλάκι σου (ἐν τῷ θερισμῷ, πρβλ. αὖλαξ ΙΙ), Θεόκρ. 10. 6.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποτρώξομαι, ao.2 ἀπέτραγον;
ronger : πτόρθους PLUT brouter de jeunes pousses ; καρπόν PLUT déchiqueter un fruit en parl. de corbeaux.
Étymologie: ἀπό, τρώγω.