ἀσπάλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.
|lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />taupe, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπάλαξ]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπάλαξ Medium diacritics: ἀσπάλαξ Low diacritics: ασπάλαξ Capitals: ΑΣΠΑΛΑΞ
Transliteration A: aspálax Transliteration B: aspalax Transliteration C: aspalaks Beta Code: a)spa/lac

English (LSJ)

[πᾰ], ακος, ὁ, elsewh. σπάλαξ (q. v.),

   A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.HA533a3, Antig.Mir.10, Stoic.2.51, Ael.NA17.10; ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612: prov., τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.8.25.

German (Pape)

[Seite 373] ακος, ὁ, = σπάλαξ, Maulwurf, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάλαξ: [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ σπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
taupe, animal.
Étymologie: ἀ- prosth., σπάλαξ.