ἀργέλοφοι: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργέλοφοι''': -ων, οἱ, «[[ἀργέλοφοι]], Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ [[ἄχρηστος]], σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ [[ἀργέλοφοι]] γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672. | |lstext='''ἀργέλοφοι''': -ων, οἱ, «[[ἀργέλοφοι]], Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ [[ἄχρηστος]], σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ [[ἀργέλοφοι]] γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />pattes qui restent attachées à une dépouille d’animal ; <i>fig.</i> accessoires, inutiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]², [[λόφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ,
A the legs and feet of a sheep-skin, and so generally, offal, Ar.V.672.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέλοφοι: -ων, οἱ, «ἀργέλοφοι, Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ ἄχρηστος, σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ ἀργέλοφοι γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
pattes qui restent attachées à une dépouille d’animal ; fig. accessoires, inutiles.
Étymologie: ἀργός², λόφος.