ἀφανιστής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφανιστής''': -οῦ, ὁ [[καταστροφεύς]], ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
|lstext='''ἀφανιστής''': -οῦ, ὁ [[καταστροφεύς]], ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait disparaître, qui détruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνιστής Medium diacritics: ἀφανιστής Low diacritics: αφανιστής Capitals: ΑΦΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: aphanistḗs Transliteration B: aphanistēs Transliteration C: afanistis Beta Code: a)fanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A destroyer, dub. l. in Plu.2.828f, cf. Sch.A.Th.175, etc.; scavenger, PLond.2.387.9 (iii A. D.):—fem. ἀφᾰν-ίστρια, Sch.Opp.H.2.487:—hence ἀφᾰν-ιστικός, ή, όν, causing to disappear, τινός A.D.Pron.33.15; τριχῶν Archig. ap. Aët.6.63, cf. Crito ap.Gal.12.447; destroying, Sch.A.Th.145. Adv. -κῶς Sch.Il.21.220, al.

German (Pape)

[Seite 407] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανιστής: -οῦ, ὁ καταστροφεύς, ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― ἐντεῦθεν, ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait disparaître, qui détruit.
Étymologie: ἀφανίζω.