βαδιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαδιστικός''': -ή, -όν, [[καλός]], ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, [[ἱκανότης]] πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ. | |lstext='''βαδιστικός''': -ή, -όν, [[καλός]], ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, [[ἱκανότης]] πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à marcher ; bon marcheur.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A good at walking, Ar.Ra.128, Thphr.Fr.180; able to walk, Simp.in Ph.887.17; τὸ β. that which is capable of walking, Arist.Int.21b16; ποὺς . . ὄργανον β. Gal.UP2.9. Adv.-κῶς Porph.Gaur.1.3. II for riding animals, στάβλον POxy.146.1 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 423] gern gehend, gut zu Fuß, Ar. Ran. 128; zum Gehen geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βαδιστικός: -ή, -όν, καλός, ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, ἱκανότης πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à marcher ; bon marcheur.
Étymologie: βαδίζω.