κακοφυής: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8. | |lstext='''κακοφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pousse mal;<br /><b>2</b> d’une nature <i>ou</i> d’une constitution mauvaise.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[φύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (φυή)
A of bad natural qualities, κατὰ τὴν ψυχήν Pl. R.410a. II (φύομαι) growing ill, Thphr.HP8.11.8; σπόρος PTeb. 61 (b).370 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1305] ές, von schlechter Natur, schlechter natürlicher Beschaffenheit, sowohl körperlich als geistig; οἱ κατὰ τὴν ψυχὴν κακοφυεῖς Plat. Rep. III, 410 a; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui pousse mal;
2 d’une nature ou d’une constitution mauvaise.
Étymologie: κακός, φύω.