βόλιτον: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fiente de vache, bouse.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλιτον Medium diacritics: βόλιτον Low diacritics: βόλιτον Capitals: ΒΟΛΙΤΟΝ
Transliteration A: bóliton Transliteration B: boliton Transliteration C: voliton Beta Code: bo/liton

English (LSJ)

τό (βόλῐτος, ὁ, acc. to Sch.Ar.Ra.295:—also βόλβιθος, ὁ, PMag.Par.1.1439),

   A cow-dung, mostly in pl., Cratin.39, Ar.Ach.1026, Eq.658: prov., βολίτου δίκη vexatious action, Sch.Ar.Eq. 658.

German (Pape)

[Seite 452] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βόλῐτον: τό, ἤ βόλῐτος, ὁ κόπρος βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: att. c. βόλβιτον.