βάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
|lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut marcher, accessible.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάσῐμος Medium diacritics: βάσιμος Low diacritics: βάσιμος Capitals: ΒΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: básimos Transliteration B: basimos Transliteration C: vasimos Beta Code: ba/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (βαίνω)

   A passable, accessible, D.S.5.44,al. (dub. sens. in Tim.Pers.65); τόποι S.E.M.1.78: metaph. of a rhetorical τόπος, D.25.76, cf. D.S.23.15, al.; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plu.Thes.1.    II fixed, stable, Eustr. in EN98.3.

German (Pape)

[Seite 437] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.

Greek (Liddell-Scott)

βάσιμος: [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, βατός, προσιτός, Δημ. 763. 5· χρόνος ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on peut marcher, accessible.
Étymologie: βαίνω.