γεωπέδιον: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωπέδιον''': τό, [[μέρος]], [[τεμάχιον]] γῆς, [[κῆπος]], ἰδίως ἐντὸς πόλεως, Ἡρόδ. 7. 28, [[ἔνθα]] τὸ Sancr. χφον ἔχει γεωπέδων, [[ὅστις]] [[τύπος]] φαίνεται ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 15· πρβλ. [[γήπεδον]].
|lstext='''γεωπέδιον''': τό, [[μέρος]], [[τεμάχιον]] γῆς, [[κῆπος]], ἰδίως ἐντὸς πόλεως, Ἡρόδ. 7. 28, [[ἔνθα]] τὸ Sancr. χφον ἔχει γεωπέδων, [[ὅστις]] [[τύπος]] φαίνεται ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 15· πρβλ. [[γήπεδον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γεώπεδον]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 488] τό, dim. zum folgdn, Her. 7, 28, nach Schweigh.

Greek (Liddell-Scott)

γεωπέδιον: τό, μέρος, τεμάχιον γῆς, κῆπος, ἰδίως ἐντὸς πόλεως, Ἡρόδ. 7. 28, ἔνθα τὸ Sancr. χφον ἔχει γεωπέδων, ὅστις τύπος φαίνεται ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 15· πρβλ. γήπεδον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, jardin.
Étymologie: γεώπεδον.