δεκάβοιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκάβοιος''': -ον, ([[βοῦς]]), ἀξίζων [[δέκα]] [[βοῦς]], τὸ δεκ., [[νόμισμα]] ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, [[Πολυδ]]. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | |lstext='''δεκάβοιος''': -ον, ([[βοῦς]]), ἀξίζων [[δέκα]] [[βοῦς]], τὸ δεκ., [[νόμισμα]] ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, [[Πολυδ]]. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />du prix de dix bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[βοῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (βοῦς)
A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.