Δεκέλεια: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Δεκέλεια''': Ἰων. –έη, ἡ, [[δῆμος]] τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. [[πόλεμος]], [[ὄνομα]] διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον [[μέρος]] τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.
|lstext='''Δεκέλεια''': Ἰων. –έη, ἡ, [[δῆμος]] τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. [[πόλεμος]], [[ὄνομα]] διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον [[μέρος]] τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Décélie, <i>dème attique de la tribu Hippothoontide</i>.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δεκέλεια Medium diacritics: Δεκέλεια Low diacritics: Δεκέλεια Capitals: ΔΕΚΕΛΕΙΑ
Transliteration A: Dekéleia Transliteration B: Dekeleia Transliteration C: Dekeleia Beta Code: *deke/leia

English (LSJ)

Ion. -έη, ἡ, a place in Attica, Hdt., etc.:—Δεκελεύς, έως, ὁ,

   A a Decelean, Hdt.9.73; but Δεκελειεύς Inscrr. Att., as IG2.660, al.; Δεκελ-εεύς ib.2.1247, al.: Adj. Δεκελεικός, ή, όν, Decelean, ὁ Δ. πόλεμος, name given to the latter part of the Pelop. war, Isoc.8.37, etc. Advbs. Δεκελεῆθεν from D., Hdt. l. c.; Δεκελ-ειόθεν Lys.23.2: Δεκελείᾱσιν at D., Isoc.8.84: Δεκελείαζε

   A to D., St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Δεκέλεια: Ἰων. –έη, ἡ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. πόλεμος, ὄνομα διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Décélie, dème attique de la tribu Hippothoontide.