διαπορθέω: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπορθέω''': [[διαπέρθω]], Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
|lstext='''διαπορθέω''': [[διαπέρθω]], Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ruiner de fond en comble, saccager, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορθέω Medium diacritics: διαπορθέω Low diacritics: διαπορθέω Capitals: ΔΙΑΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: diaporthéō Transliteration B: diaportheō Transliteration C: diaportheo Beta Code: diaporqe/w

English (LSJ)

   A = διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.