διαπιστέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπιστέω''': ἐντελῶς δυσπιστῶ, τινι Δημ. 445. 11, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 15. ― Μέσ., δὲν ἐμπιστεύομαι ἐμαυτόν, δυσπιστῶ ἐμαυτῷ, Πολύβ. 18. 29, 7. | |lstext='''διαπιστέω''': ἐντελῶς δυσπιστῶ, τινι Δημ. 445. 11, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 15. ― Μέσ., δὲν ἐμπιστεύομαι ἐμαυτόν, δυσπιστῶ ἐμαυτῷ, Πολύβ. 18. 29, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />n’ajouter aucune foi à, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαπιστέομαι-οῦμαι se défier de soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀπιστέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A distrust utterly, τινί D.19.324, Arist.Pol.1314a17: abs., disbelieve, PSI4.377.9 (iii B.C.), Aps.Rh.p.287 H.:—Med., mistrust oneself, Plb.18.46.7.
German (Pape)
[Seite 595] durchaus mißtrauen, ἀλλήλοις, Arist. Polit. 5, 11; Pol. 4, 8, 12 u. öfter; auch med., sich mißtrauen, nicht trauen, 18, 29, 7. – Bei Dem. 80, 25 steht seit Bekk. ἀπιστέω.
Greek (Liddell-Scott)
διαπιστέω: ἐντελῶς δυσπιστῶ, τινι Δημ. 445. 11, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 15. ― Μέσ., δὲν ἐμπιστεύομαι ἐμαυτόν, δυσπιστῶ ἐμαυτῷ, Πολύβ. 18. 29, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
n’ajouter aucune foi à, τινι;
Moy. διαπιστέομαι-οῦμαι se défier de soi-même.
Étymologie: διά, ἀπιστέω.