διοριστέον: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοριστέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ, Πλάτ. Νόμ. 874D, Ἀριστ., κτλ. | |lstext='''διοριστέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ, Πλάτ. Νόμ. 874D, Ἀριστ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[διορίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A one must distinguish, Pl.Lg.874d, Arist.Ph.204a2, Longin.11.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διοριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ, Πλάτ. Νόμ. 874D, Ἀριστ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de διορίζω.