διφθέρινος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφθέρινος''': -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.
|lstext='''διφθέρινος''': -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.
}}
{{bailly
|btext=η, ου;<br />de peau, de cuir.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθέρινος Medium diacritics: διφθέρινος Low diacritics: διφθέρινος Capitals: ΔΙΦΘΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: diphthérinos Transliteration B: diphtherinos Transliteration C: diftherinos Beta Code: difqe/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.

German (Pape)

[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.

French (Bailly abrégé)

η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.