δοχεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοχεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, τὸ περιέχον, [[ἀγγεῖον]] περιλαμβάνον τι, μέλανος δ., [[ἀγγεῖον]] φέρον μελάνην, [[μελανοδοχεῖον]], Ἀνθ. Π. 6. 66, πρβλ. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815. | |lstext='''δοχεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, τὸ περιέχον, [[ἀγγεῖον]] περιλαμβάνον τι, μέλανος δ., [[ἀγγεῖον]] φέρον μελάνην, [[μελανοδοχεῖον]], Ἀνθ. Π. 6. 66, πρβλ. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />récipient, réceptacle, vase pour recevoir <i>ou</i> contenir.<br />'''Étymologie:''' [[δοχεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. δοχ-ήϊον, τό,
A holder, μέλανος δ. ink-horn, AP6.66 (Paul. Sil.), cf. 63 (Damoch.), Gal.14.719; τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. Luc.Am.19.
German (Pape)
[Seite 663] τό, Gefäß zum Aufnehmen, Behälter, Sp.; γραφικοῖο ῥέεθρον, Tintenfaß, Damochar. 2 (VI, 63).
Greek (Liddell-Scott)
δοχεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, τὸ περιέχον, ἀγγεῖον περιλαμβάνον τι, μέλανος δ., ἀγγεῖον φέρον μελάνην, μελανοδοχεῖον, Ἀνθ. Π. 6. 66, πρβλ. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
récipient, réceptacle, vase pour recevoir ou contenir.
Étymologie: δοχεύς.