δυσμετάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμετάβλητος''': -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, [[αὐτόθι]] 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).
|lstext='''δυσμετάβλητος''': -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, [[αὐτόθι]] 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μεταβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμετάβλητος Medium diacritics: δυσμετάβλητος Low diacritics: δυσμετάβλητος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmetáblētos Transliteration B: dysmetablētos Transliteration C: dysmetavlitos Beta Code: dusmeta/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.