ἐγκαθοράω: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαθοράω''': [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον εἴς τι, παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, τινος τῷ προσώπῳ Πλουτ. Δημήτρ. 38· ἀπολ., Πλάτ. Ἐπινομ. 990Ε. ΙΙ. παρατηρῶ τι ἔν τινι ἀνθρώπῳ ἢ πράγματι, Πλουτ. Βροῦτ. 16. | |lstext='''ἐγκαθοράω''': [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον εἴς τι, παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, τινος τῷ προσώπῳ Πλουτ. Δημήτρ. 38· ἀπολ., Πλάτ. Ἐπινομ. 990Ε. ΙΙ. παρατηρῶ τι ἔν τινι ἀνθρώπῳ ἢ πράγματι, Πλουτ. Βροῦτ. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐγκατόψομαι, <i>ao.2</i> [[ἐγκατεῖδον]];<br />fixer ses yeux sur, τινι ; ἐγκ. τινί [[τι]] remarquer qch en qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθοράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A look closely into, τινὸς τῷ προσώπῳ Plu.Demetr.38; εἰς τὸ ὕδωρ IG4.951.66 (Epid.): abs., Pl.Epin.990e. II remark something in a person or thing, Plu.Brut.16.
German (Pape)
[Seite 704] (s. ὁράω), darin erblicken; τῷ σχήματι δεομένου σπουδὴν ἐγκατιδεῖν Plut. Brut. 16; ἐπιβουλήν Sol. 29. – Uebh. = sein Auge auf Etwas heften, betrachten, καὶ διανοεῖσθαι Plat. Epin. 990 e; Sp., wie Anacr. 65, 6; τινί, Plut. Demetr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθοράω: βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον εἴς τι, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, τινος τῷ προσώπῳ Πλουτ. Δημήτρ. 38· ἀπολ., Πλάτ. Ἐπινομ. 990Ε. ΙΙ. παρατηρῶ τι ἔν τινι ἀνθρώπῳ ἢ πράγματι, Πλουτ. Βροῦτ. 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐγκατόψομαι, ao.2 ἐγκατεῖδον;
fixer ses yeux sur, τινι ; ἐγκ. τινί τι remarquer qch en qqn.
Étymologie: ἐν, καθοράω.