διφάσιος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διφάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., [[διπλάσιος]], διπλοῦς, [[διττός]], Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ. | |lstext='''διφάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., [[διπλάσιος]], διπλοῦς, [[διττός]], Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> double;<br /><b>2</b> de double nature, de deux sortes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[φημί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,
A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63. II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.
Greek (Liddell-Scott)
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.