εἰδοί: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδοί''': -ῶν, αἱ, Λατ. idus, «[[εἰδοί]], παρὰ Ρωμαίοις αἱ κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ μηνὸς ἡμέραι. εἰς [[τρία]] γὰρ οὗτοι τοὺς μῆνας διῄρουν, καὶ τὰς μὲν αὐτῶν ὠνόμαζον καλάνδας, [[ἤγουν]] τὰς νουμηνίας, τὰς δὲ νόννας, τὰς δὲ λοιπὰς εἰδούς» Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 144 - «καλάνδαι λέγονται αἱ πρῶται [[δέκα]] ἡμέραι τοῦ μηνός, νόνναι αἱ δεύτεραι, καὶ εἰδοὶ αἱ τρίται» Βαλσαμὼν Καν. 64, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλουτ. Ρωμ. 23.
|lstext='''εἰδοί''': -ῶν, αἱ, Λατ. idus, «[[εἰδοί]], παρὰ Ρωμαίοις αἱ κατὰ τὸ [[τέλος]] τοῦ μηνὸς ἡμέραι. εἰς [[τρία]] γὰρ οὗτοι τοὺς μῆνας διῄρουν, καὶ τὰς μὲν αὐτῶν ὠνόμαζον καλάνδας, [[ἤγουν]] τὰς νουμηνίας, τὰς δὲ νόννας, τὰς δὲ λοιπὰς εἰδούς» Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 144 - «καλάνδαι λέγονται αἱ πρῶται [[δέκα]] ἡμέραι τοῦ μηνός, νόνναι αἱ δεύτεραι, καὶ εἰδοὶ αἱ τρίται» Βαλσαμὼν Καν. 64, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλουτ. Ρωμ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />les ides, dans le calendrier romain.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> idus.
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδοί Medium diacritics: εἰδοί Low diacritics: ειδοί Capitals: ΕΙΔΟΙ
Transliteration A: eidoí Transliteration B: eidoi Transliteration C: eidoi Beta Code: ei)doi/

English (LSJ)

or ἰδοί, ῶν, αἱ, = Lat. Idus, D.H.6.89, Plu.Rom.23,

   A Tab.Defix. Aud.242.49 (Carthage, i A. D.): gen. pl. εἰδυῶν IG7.2225 (Thisbe); cf. εἰδυιοί.

German (Pape)

[Seite 723] αἱ, die römischen Idus, D. H. 6, 89 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδοί: -ῶν, αἱ, Λατ. idus, «εἰδοί, παρὰ Ρωμαίοις αἱ κατὰ τὸ τέλος τοῦ μηνὸς ἡμέραι. εἰς τρία γὰρ οὗτοι τοὺς μῆνας διῄρουν, καὶ τὰς μὲν αὐτῶν ὠνόμαζον καλάνδας, ἤγουν τὰς νουμηνίας, τὰς δὲ νόννας, τὰς δὲ λοιπὰς εἰδούς» Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 144 - «καλάνδαι λέγονται αἱ πρῶται δέκα ἡμέραι τοῦ μηνός, νόνναι αἱ δεύτεραι, καὶ εἰδοὶ αἱ τρίται» Βαλσαμὼν Καν. 64, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλουτ. Ρωμ. 23.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
les ides, dans le calendrier romain.
Étym. lat. idus.