εἰλεός: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰλεός''': ἢ [[ἰλεός]], ὁ, ([[εἰλέω]]) [[νόσος]] δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. [[στρόφος]]. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «[[τρῦπα]]», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε [[εἰλυός]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεός]], μαγειρικὴ [[τράπεζα]], Εὐστ. 749. 7. IV. [[εἶδος]] οἴνου, Ἀθήν. 31Β. | |lstext='''εἰλεός''': ἢ [[ἰλεός]], ὁ, ([[εἰλέω]]) [[νόσος]] δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. [[στρόφος]]. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «[[τρῦπα]]», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε [[εἰλυός]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεός]], μαγειρικὴ [[τράπεζα]], Εὐστ. 749. 7. IV. [[εἶδος]] οἴνου, Ἀθήν. 31Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).<br />'''Étymologie:''' [[εἴλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἰλεός, ὁ, (εἰλέω)
A intestinal obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v. l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distd. fr. χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰ. ἰκτερώδης jaundice, ib.45; εἰ. αἱματίτης scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30. II lurking-place, den, hole, εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9. III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7. IV a kind of vine, Hippys 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλεός: ἢ ἰλεός, ὁ, (εἰλέω) νόσος δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. στρόφος. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «τρῦπα», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε εἰλυός. ΙΙΙ. = ἐλεός, μαγειρικὴ τράπεζα, Εὐστ. 749. 7. IV. εἶδος οἴνου, Ἀθήν. 31Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).
Étymologie: εἴλω.