ἐκμοχθέω: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκμοχθέω''': ἐκποιῶ, [[κατασκευάζω]] [[μετὰ]] μόχθου, Λατ. elaborare, αὐτὴ... ἐκμοχθοῦσα κερκίσιν πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 307. 2) [[ἀγωνίζομαι]], ἐκπονῶ, πόνων τε σῶν οὓς ἐξεμόχθεις ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1455, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 825 3) κτῶμαί τι διὰ μόχθων, οἵπερ γὰρ αὐτὴν (τὴν Ἑλένην) ἐξεμόχθησαν δορὶ Εὐρ. Τρῳ. 873· ἐκμοχθῶν βίᾳ (βίου Dobree) εὔκλειαν ὑμῖν ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1369. 4) διὰ μόχθων [[ἐκφεύγω]], τὰς τῶν θεῶν τύχας [[αὐτόθι]] 309. | |lstext='''ἐκμοχθέω''': ἐκποιῶ, [[κατασκευάζω]] [[μετὰ]] μόχθου, Λατ. elaborare, αὐτὴ... ἐκμοχθοῦσα κερκίσιν πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 307. 2) [[ἀγωνίζομαι]], ἐκπονῶ, πόνων τε σῶν οὓς ἐξεμόχθεις ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1455, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 825 3) κτῶμαί τι διὰ μόχθων, οἵπερ γὰρ αὐτὴν (τὴν Ἑλένην) ἐξεμόχθησαν δορὶ Εὐρ. Τρῳ. 873· ἐκμοχθῶν βίᾳ (βίου Dobree) εὔκλειαν ὑμῖν ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1369. 4) διὰ μόχθων [[ἐκφεύγω]], τὰς τῶν θεῶν τύχας [[αὐτόθι]] 309. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />supporter (une fatigue, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μοχθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A work out with toil, κερκίσιν πέπλους E.El.307. 2 struggle through, πόνους Id.IT1455, cf. A.Pr.825, Porph. ap. Eus.PE 3.11. 3 win by labour, achieve, Ἑλένην ἐ. δορί E.Tr.873 ; ἐκμοχθῶν βίᾳ εὔκλειαν Id.HF1369. 4 struggle out of, τὰς τῶν θεῶν τύχας ib.309. 5 Pass., to be worn out, ὅσοι δεσμοῖς ἐκμεμόχθηνται βροτῶν Id.Fr.332.5 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 769] mit Mühe ausarbeiten, auskämpfen, τί, Aesch. Prom. 827; πόνους Eur. I. T. 1454; κερκίσιν πέπλους verfertigen, El. 307; βίον, erwerben, Suppl. 451. Auch Plut. – Aber τύχας, sich aus dem Geschick herausarbeiten, es vermeiden, Eur. Herc. Fur. 309.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμοχθέω: ἐκποιῶ, κατασκευάζω μετὰ μόχθου, Λατ. elaborare, αὐτὴ... ἐκμοχθοῦσα κερκίσιν πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 307. 2) ἀγωνίζομαι, ἐκπονῶ, πόνων τε σῶν οὓς ἐξεμόχθεις ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1455, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 825 3) κτῶμαί τι διὰ μόχθων, οἵπερ γὰρ αὐτὴν (τὴν Ἑλένην) ἐξεμόχθησαν δορὶ Εὐρ. Τρῳ. 873· ἐκμοχθῶν βίᾳ (βίου Dobree) εὔκλειαν ὑμῖν ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1369. 4) διὰ μόχθων ἐκφεύγω, τὰς τῶν θεῶν τύχας αὐτόθι 309.