ἤπου: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἤπου''': ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ [[παρά]], τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ [[ἴσως]], παρὰ [[ἴσως]], Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459. | |lstext='''ἤπου''': ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ [[παρά]], τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ [[ἴσως]], παρὰ [[ἴσως]], Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>conj.</i><br />ou bien, ou peut-être.<br />'''Étymologie:''' ἤ, που. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.