ἐνσκέλλω: Difference between revisions
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνσκέλλω''': καὶ ποιητ. [[ἐνισκέλλω]], [[ξηραίνω]], περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]] Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166. | |lstext='''ἐνσκέλλω''': καὶ ποιητ. [[ἐνισκέλλω]], [[ξηραίνω]], περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν [[σκίναρ]] Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être endurci à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[σκέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep.ἐνισκ-,
A dry or wither up, μή τοι ένισκήλη . . Nic.Th. 694:—Pass., with pf. Act. ἐνέσκληκα, to be dry, withered, Hp.Morb. 1.28; ἐνεσκληκὼς γὰρ ἀνίαις AP12.166 (Asclep.): also of timber, to be dry, seasoned, A.R.3.1251.
German (Pape)
[Seite 852] (s. σκέλλω), eintrocknen, eindörren, von der Sonne, μή τι ἐνισκήλῃ νεαρὸν σκίναρ, Nic. Tb. 694. – Med. u. perf. act., eintrocknen, steif u. hart werden, Hippocr. u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1251; übertr., ἐνεσκληκὼς ἀνίαις Asclpds. 13 (XII, 166).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσκέλλω: καὶ ποιητ. ἐνισκέλλω, ξηραίνω, περὶ τοῦ ἡλίου, μή τι ἐνισκείλῃ νεαρὸν σκίναρ Νικ. Θηρ. 694. - Παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐνέσκληκα, ξηραίνομαι, ὁκόσον ἐν αὐτῷ ἔνι φλέγματος, τοῦτο ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκέ τε καὶ ὀδύνην παρέχει Ἱππ. 459. 45, Ἀπόλλ. Ρόδ. Γ. 1251· ἐνεσκληκώς γὰρ ἀνίαις Ἀνθ. Π. 12. 166.