ἐξακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ, γιγνώσκον αὐτόν... ῥᾳδίως ἐξακολουθήσοντα τοῖς [[ἐκεῖ]] φίλοις, ἐφ’ ὁπότερα ἂν ἄγωσιν αὐτὸν Πολύβ. 17. 10, 7. 2) ἐπακολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], ἐπὶ πᾶσι τούτοις συνίστανε τὴν ἐξακολουθήσουσαν εὔνοιαν σφίσι παρὰ τοῦ τῶν Αἰτωλῶν πλήθους ὁ αὐτ. 4. 5, 6· τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην ὁ αὐτ. 5. 78. 4.
|lstext='''ἐξᾰκολουθέω''': παρακολουθῶ, γιγνώσκον αὐτόν... ῥᾳδίως ἐξακολουθήσοντα τοῖς [[ἐκεῖ]] φίλοις, ἐφ’ ὁπότερα ἂν ἄγωσιν αὐτὸν Πολύβ. 17. 10, 7. 2) ἐπακολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], ἐπὶ πᾶσι τούτοις συνίστανε τὴν ἐξακολουθήσουσαν εὔνοιαν σφίσι παρὰ τοῦ τῶν Αἰτωλῶν πλήθους ὁ αὐτ. 4. 5, 6· τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην ὁ αὐτ. 5. 78. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suivre de près, marcher dans les pas de quelqu’un ; venir à la suite de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀκολουθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰκολουθέω Medium diacritics: ἐξακολουθέω Low diacritics: εξακολουθέω Capitals: ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: exakolouthéō Transliteration B: exakoloutheō Transliteration C: eksakoloutheo Beta Code: e)cakolouqe/w

English (LSJ)

   A follow, of persons, τοῖς φίλοις Plb.18.10.7, cf. LXX Jb.31.9; μύθοις 2 Ep.Pet.1.16, J.AJProoem.4.    2 of things, follow, result from, c. dat., Epicur.Fr.181; attend, c. dat., εὔνοια, φήμη ἐ. τινί, Plb.4.5.6, 5.78.4; ἔπαινοί τισι κατορθουμένοις D.H.Comp.24; esp. of penalties, ἐ. πρόστιμά τισι UPZ112v10(ii B. C.), PTeb.5.132(ii B. C.); also of obligations, fall on one, CPR5.15, etc.    3 abs., follow, result, Ph.Bel.58.5, Antyll. ap. Orib.45.15.4; also of logical consequences, πάντα ταῦτα ἐ. Arr.Epict.1.22.16, cf. Polystr.p.5 W.

German (Pape)

[Seite 865] nachfolgen, τινί, Pol. 4, 5, 6 u. öfter; Plut. Alex. 24; nachspähen, nachsuchen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκολουθέω: παρακολουθῶ, γιγνώσκον αὐτόν... ῥᾳδίως ἐξακολουθήσοντα τοῖς ἐκεῖ φίλοις, ἐφ’ ὁπότερα ἂν ἄγωσιν αὐτὸν Πολύβ. 17. 10, 7. 2) ἐπακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἐπὶ πᾶσι τούτοις συνίστανε τὴν ἐξακολουθήσουσαν εὔνοιαν σφίσι παρὰ τοῦ τῶν Αἰτωλῶν πλήθους ὁ αὐτ. 4. 5, 6· τὴν ἐξακολουθοῦσαν αὐτῷ φήμην ὁ αὐτ. 5. 78. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre de près, marcher dans les pas de quelqu’un ; venir à la suite de, τινι.
Étymologie: ἐξ, ἀκολουθέω.