ἐπιρροφέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρροφέω''': ῥοφῶ [[προσέτι]] ἢ μετά τι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Πλουτ. Φωκ. 9. ΙΙ. ἐπιρροφῶ, ῥοφῶ ἀπλήστως, ἀντίθετον τῷ [[πίνω]], Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀγαθοῦ δαίμονος ἐπιρροφεῖν Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 20 (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 525). | |lstext='''ἐπιρροφέω''': ῥοφῶ [[προσέτι]] ἢ μετά τι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Πλουτ. Φωκ. 9. ΙΙ. ἐπιρροφῶ, ῥοφῶ ἀπλήστως, ἀντίθετον τῷ [[πίνω]], Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀγαθοῦ δαίμονος ἐπιρροφεῖν Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 20 (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 525). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avaler en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥοφέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ρῠφέω,
A swallow besides, ld.Acut.24; take draughts (of an actor), Arist.Pr.948a2; ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Plu.Phoc.9; τῆς κύλικος Ael.NA 14.5; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγη, τί ἐπιρροφήσομεν; (cf. ἐπιπίνω) Archig. ap. Gal.8.577. II. swallow greedily, gulp down, Clearch.Com.1; ἐ. ἀγαθοῦ δαίμονος Theopomp.Com.76.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρροφέω: ῥοφῶ προσέτι ἢ μετά τι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Πλουτ. Φωκ. 9. ΙΙ. ἐπιρροφῶ, ῥοφῶ ἀπλήστως, ἀντίθετον τῷ πίνω, Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀγαθοῦ δαίμονος ἐπιρροφεῖν Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 20 (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 525).