ἐπιχάριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_18)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχάριτος''': -ον, ὁ, = [[ἐπίχαρις]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.
|lstext='''ἐπιχάριτος''': -ον, ὁ, = [[ἐπίχαρις]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐπίχαρις]];<br /><i>Cp.</i> ἐπιχαριτώτερος, <i>Sp.</i> ἐπιχαριτώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχάριτος: -ον, ὁ, = ἐπίχαρις, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 476, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐπίχαρις;
Cp. ἐπιχαριτώτερος, Sp. ἐπιχαριτώτατος.
Étymologie: ἐπιχαίρω.