ἕστασαν: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56. | |lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. pqp. de</i> [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |