εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />bien enroulé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφάλιγξ Medium diacritics: εὐστροφάλιγξ Low diacritics: ευστροφάλιγξ Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: eustrophálinx Transliteration B: eustrophalinx Transliteration C: efstrofaligks Beta Code: eu)strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,

   A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.