ἠερόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠερόφωνος''': -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, [[μεγαλόφωνος]], ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621. | |lstext='''ἠερόφωνος''': -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, [[μεγαλόφωνος]], ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui résonne dans les airs, sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sounding through air, loud-voiced, κήρυκες Il.18.505 (s.v.l., ἱεροφώνων cj. Ahrens); γέρανοι Opp.H.1.621.
German (Pape)
[Seite 1156] die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόφωνος: -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, μεγαλόφωνος, ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne dans les airs, sonore.
Étymologie: ἀήρ, φωνή.