ἡμιτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5.
|lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτέλεστος Medium diacritics: ἡμιτέλεστος Low diacritics: ημιτέλεστος Capitals: ΗΜΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmitélestos Transliteration B: hēmitelestos Transliteration C: imitelestos Beta Code: h(mite/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω)

   A half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.

German (Pape)

[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.