θεωρητός: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6˙ ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245˙ πρβλ. [[ἐπίδηλος]]. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, [[αὐτόθι]] 876C διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47. | |lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6˙ ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245˙ πρβλ. [[ἐπίδηλος]]. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, [[αὐτόθι]] 876C διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος 11.1), Hp.Aph.2.24. 2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.
German (Pape)
[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6˙ ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245˙ πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut observer, visible;
2 qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.
Étymologie: θεωρέω.