ἠθμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠθμός''': ὁ, (Ἀττ. ἡθμός, ([[σήθω]]) (ἤθω), στραγγιστήριον, διυλιστήριον, Εὐρ. Ἀποσπ. 375, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 21 κ. ἀλλ.· ἰδίως οἴνου, Φερεκρ. Δουλοδ. 4· - παροιμ., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· - πρῶτον ἐν Ἐπιγρ. Ἀττικῇ εὑρεθείσῃ ἐν Σιγείῳ (Συλλ. Ἐπιγρ. 8), [[ἔνθα]] φέρεται ἡθμός, ἴδε Meisterh. Gramm. σ. 87· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1294. ΙΙ. ἠθμὸς [[σχοίνινος]] = [[κημός]] ΙΙΙ, Κρατῖν. Νομ. 13, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482, ΙΙΙ. = τὸ ἠθμοειδὲς [[ὀστοῦν]], Γαλην. 2, σ. 58.
|lstext='''ἠθμός''': ὁ, (Ἀττ. ἡθμός, ([[σήθω]]) (ἤθω), στραγγιστήριον, διυλιστήριον, Εὐρ. Ἀποσπ. 375, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 21 κ. ἀλλ.· ἰδίως οἴνου, Φερεκρ. Δουλοδ. 4· - παροιμ., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· - πρῶτον ἐν Ἐπιγρ. Ἀττικῇ εὑρεθείσῃ ἐν Σιγείῳ (Συλλ. Ἐπιγρ. 8), [[ἔνθα]] φέρεται ἡθμός, ἴδε Meisterh. Gramm. σ. 87· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1294. ΙΙ. ἠθμὸς [[σχοίνινος]] = [[κημός]] ΙΙΙ, Κρατῖν. Νομ. 13, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482, ΙΙΙ. = τὸ ἠθμοειδὲς [[ὀστοῦν]], Γαλην. 2, σ. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἡθμός]];<br />οῦ (ὁ) :<br />passoire, crible ; <i>p. anal.</i> les cils.<br />'''Étymologie:''' p. *σηθμός, de [[σήθω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1156] ὁ (ἤθω), nach Schol. Ap. Rh. 1, 1294 ἡθμός, Geräth zum Durchseihen, Durchschlag, Sieb, Trichter; ἐνθέντες εἰς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου τὸν καλούμενον ἠθμόν Arist. H. A. 4, 8; πολύτρητος Philp. 13 (VI, 101); Pherecr. bei Ath. XI, 480 b ἔγχει τ' ἐπιθεὶς τὸν ἠθμόν; vgl. Poll. 10, 108. – Xen. Mem. 1, 4, 6 nennt die Augenwimpern so. – Sprichwörtlich τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, Arist. Oec. 1, 6; vgl. Ath. I, 24 e; – σχοίνινος, ein von Binsen geflochtenes Körbchen, um beim Spielen die Würfel hineinzuwerfen, = κημός, Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 1147; vgl. τριχθαδίας ἀδόκητα βαλὼν ψηφῖδας ἀπ' ἠθμοῦ Agath. 72 (IX, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμός: ὁ, (Ἀττ. ἡθμός, (σήθω) (ἤθω), στραγγιστήριον, διυλιστήριον, Εὐρ. Ἀποσπ. 375, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 21 κ. ἀλλ.· ἰδίως οἴνου, Φερεκρ. Δουλοδ. 4· - παροιμ., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· - πρῶτον ἐν Ἐπιγρ. Ἀττικῇ εὑρεθείσῃ ἐν Σιγείῳ (Συλλ. Ἐπιγρ. 8), ἔνθα φέρεται ἡθμός, ἴδε Meisterh. Gramm. σ. 87· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1294. ΙΙ. ἠθμὸς σχοίνινος = κημός ΙΙΙ, Κρατῖν. Νομ. 13, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482, ΙΙΙ. = τὸ ἠθμοειδὲς ὀστοῦν, Γαλην. 2, σ. 58.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἡθμός;
οῦ (ὁ) :
passoire, crible ; p. anal. les cils.
Étymologie: p. *σηθμός, de σήθω.