ἱερά: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερά''': ἡ, [[εἶδος]] μικροῦ ὄφεως, «ἔστι δέ τι [[ὀφίδιον]], ὃ καλοῦσί τινες ἱερὰν (ἱερὸν Βεκκῆρος), ὃ οἱ [[πάνυ]] μεγάλοι ὄφεις φεύγουσιν· γίνεται δὲ τὸ μέγιστον πηχυαῖον» κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 5. ΙΙ. [[ὄνομα]] πολλῶν φαρμάκων ἐν τῇ Ἑλλ. φαρμακοποιΐᾳ, Γαλην.· ἴδε [[ἱερή]].
|lstext='''ἱερά''': ἡ, [[εἶδος]] μικροῦ ὄφεως, «ἔστι δέ τι [[ὀφίδιον]], ὃ καλοῦσί τινες ἱερὰν (ἱερὸν Βεκκῆρος), ὃ οἱ [[πάνυ]] μεγάλοι ὄφεις φεύγουσιν· γίνεται δὲ τὸ μέγιστον πηχυαῖον» κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 5. ΙΙ. [[ὄνομα]] πολλῶν φαρμάκων ἐν τῇ Ἑλλ. φαρμακοποιΐᾳ, Γαλην.· ἴδε [[ἱερή]].
}}
{{bailly
|btext=<i>sg. fém. ou pl. neutre de</i> [[ἱερός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερά Medium diacritics: ἱερά Low diacritics: ιερά Capitals: ΙΕΡΑ
Transliteration A: hierá Transliteration B: hiera Transliteration C: iera Beta Code: i(era/

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A serpent, v.l. for ἱερόν, Arist.HA607a31.    II a name for many medicines in the Greek pharmacopoeia, Gal.13.126, al.; of a plaster, ib.778; esp. of aloes, Id.6.354; ἱερὰ πικρά Id.13.129.    III v. ἱερός.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερά: ἡ, εἶδος μικροῦ ὄφεως, «ἔστι δέ τι ὀφίδιον, ὃ καλοῦσί τινες ἱερὰν (ἱερὸν Βεκκῆρος), ὃ οἱ πάνυ μεγάλοι ὄφεις φεύγουσιν· γίνεται δὲ τὸ μέγιστον πηχυαῖον» κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 5. ΙΙ. ὄνομα πολλῶν φαρμάκων ἐν τῇ Ἑλλ. φαρμακοποιΐᾳ, Γαλην.· ἴδε ἱερή.

French (Bailly abrégé)

sg. fém. ou pl. neutre de ἱερός.