καταψήφισις: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, [[Πολυδ]]. Η', 149. | |lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, [[Πολυδ]]. Η', 149. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />décret de condamnation.<br />'''Étymologie:''' [[καταψηφίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A voting against, condemnation, Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):— also καταψηφ-ισμός, ὁ, Poll.8.149.
Greek (Liddell-Scott)
καταψήφῐσις: -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν ἐναντίον τινός, καταδίκη, Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
décret de condamnation.
Étymologie: καταψηφίζω.