Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίς: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίς''': ὁ, γεν. κιός, αἰτ. κίν, [[σκώληξ]] τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σίτου, λατ. curculio, κεῖνον τὸν χρυσὸν οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Πινδ. Ἀποσπ. 243· πρβλ. Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 368. ῑ κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· [[ὅθεν]] ὁ Λοβ. Παραλ. 84, ἑξ., προτιμᾷ τὸν τονισμὸν κῖς, κῖν, κῖες.
|lstext='''κίς''': ὁ, γεν. κιός, αἰτ. κίν, [[σκώληξ]] τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σίτου, λατ. curculio, κεῖνον τὸν χρυσὸν οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Πινδ. Ἀποσπ. 243· πρβλ. Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 368. ῑ κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· [[ὅθεν]] ὁ Λοβ. Παραλ. 84, ἑξ., προτιμᾷ τὸν τονισμὸν κῖς, κῖν, κῖες.
}}
{{bailly
|btext=κιός;<br /><i>acc.</i> κῖν;<br />ver qui ronge le blé et le bois, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίς Medium diacritics: κίς Low diacritics: κις Capitals: ΚΙΣ
Transliteration A: kís Transliteration B: kis Transliteration C: kis Beta Code: ki/s

English (LSJ)

ὁ, gen. κιός, acc. κῖν,

   A weevil, κεῖνον [τὸν χρυσὸν] οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222: acc. pl. κίας Thphr.CP4.15.4. [κῑς Hdn.Gr.2.925 (oxyt., Choerob.in Theod.1.383): gen. κῑός Hdn.Gr.2.674: acc. κῖν Choerob. l.c.]

German (Pape)

[Seite 1442] κιός, ὁ, nach Choerobosc. in B. A. 1232 accus. κῖν, Kornwurm; Theophr. u. Ammon.; Pind. frg. 243 u. Sappho. – Nach Hesych. auch Holzwurm. – Vgl. über die Quantität u. Accentuation Lob. Paralipp. 84 ff.

Greek (Liddell-Scott)

κίς: ὁ, γεν. κιός, αἰτ. κίν, σκώληξ τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σίτου, λατ. curculio, κεῖνον τὸν χρυσὸν οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Πινδ. Ἀποσπ. 243· πρβλ. Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 368. ῑ κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ὅθεν ὁ Λοβ. Παραλ. 84, ἑξ., προτιμᾷ τὸν τονισμὸν κῖς, κῖν, κῖες.

French (Bailly abrégé)

κιός;
acc. κῖν;
ver qui ronge le blé et le bois, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.