κοσκυλμάτια: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκυλμάτια''': -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ [[βυρσοδέψης]] Κλέων εἰς τὸν προστάτην [[αὐτοῦ]] Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, [[σκύλλω]], πρβλ. λατ. qui-squil-iae). | |lstext='''κοσκυλμάτια''': -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ [[βυρσοδέψης]] Κλέων εἰς τὸν προστάτην [[αὐτοῦ]] Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, [[σκύλλω]], πρβλ. λατ. qui-squil-iae). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ων, τά,
A cuttings of leather: Com., of the scraps of flattery offered by the tanner Cleon to his patron Δῆμος, Ar.Eq.49, cf. Sch.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκυλμάτια: -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ βυρσοδέψης Κλέων εἰς τὸν προστάτην αὐτοῦ Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, σκύλλω, πρβλ. λατ. qui-squil-iae).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.
Étymologie: σκύλλω.