κλυτοτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῠτοτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ περὶ τὴν χαλκευτικὴν τέχνην [[ἔνδοξος]], ὡς τὸ [[κλυτοεργός]], ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 571., Σ. 143, Ὀδ. Θ. 286· ― οὕτω κλυτοτεχνικός, ή, όν· διὰ τὸ [[αὐτοῦ]] κλυτοτεχνικόν, διὰ τὴν ἐν τῇ τέχνῃ δόξαν [[αὐτοῦ]], Εὐστ. 1148. 57. | |lstext='''κλῠτοτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ περὶ τὴν χαλκευτικὴν τέχνην [[ἔνδοξος]], ὡς τὸ [[κλυτοεργός]], ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 571., Σ. 143, Ὀδ. Θ. 286· ― οὕτω κλυτοτεχνικός, ή, όν· διὰ τὸ [[αὐτοῦ]] κλυτοτεχνικόν, διὰ τὴν ἐν τῇ τέχνῃ δόξαν [[αὐτοῦ]], Εὐστ. 1148. 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />renommé pour son talent, fameux par son habileté.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A famous for his art, epith. of Hephaestus, Il.1.571, 18.143, Od.8.286.
German (Pape)
[Seite 1457] ὁ, durch schöne Werke berühmt, berühmter Künstler; Hephästus, Il. 1, 571 u. öfter; – Eust. 1148, 57 leitet davon auch das adj. κλυτοτεχνικός ab.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ περὶ τὴν χαλκευτικὴν τέχνην ἔνδοξος, ὡς τὸ κλυτοεργός, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 571., Σ. 143, Ὀδ. Θ. 286· ― οὕτω κλυτοτεχνικός, ή, όν· διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν, διὰ τὴν ἐν τῇ τέχνῃ δόξαν αὐτοῦ, Εὐστ. 1148. 57.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
renommé pour son talent, fameux par son habileté.
Étymologie: κλυτός, τέχνη.