κρύβδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρύβδᾰ''': Ἐπιρρ. ([[κρύπτω]]) κρυφίως, [[ἄνευ]] τῆς γνώσεώς τινος, [[κρύβδα]] [[Διός]], Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ [[κρύβδην]], κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.
|lstext='''κρύβδᾰ''': Ἐπιρρ. ([[κρύπτω]]) κρυφίως, [[ἄνευ]] τῆς γνώσεώς τινος, [[κρύβδα]] [[Διός]], Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ [[κρύβδην]], κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />secrètement, en cachette : [[κρύβδα]] τινός IL à l’insu de qqn.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρύβδην]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύβδᾰ Medium diacritics: κρύβδα Low diacritics: κρύβδα Capitals: ΚΡΥΒΔΑ
Transliteration A: krýbda Transliteration B: krybda Transliteration C: kryvda Beta Code: kru/bda

English (LSJ)

Adv., (κρύπτω)

   A without the knowledge of, c. gen., κ. Διός Il.18.168; Ὀρέστου κ. A.Ch.177.    2 abs., secretly, Pi.P.4.114.

Greek (Liddell-Scott)

κρύβδᾰ: Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, ἄνευ τῆς γνώσεώς τινος, κρύβδα Διός, Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ κρύβδην, κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : κρύβδα τινός IL à l’insu de qqn.
Étymologie: cf. κρύβδην.