Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Κρονικός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κρονικός''': -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. [[ἀστήρ]], ὁ [[πλανήτης]] [[Κρόνος]], Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. [[Κρόνος]] ΙΙ, [[Κρόνιος]] ΙΙ, [[ἀρχαϊκός]], [[ἀρχαῖος]] 2.
|lstext='''Κρονικός''': -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. [[ἀστήρ]], ὁ [[πλανήτης]] [[Κρόνος]], Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. [[Κρόνος]] ΙΙ, [[Κρόνιος]] ΙΙ, [[ἀρχαϊκός]], [[ἀρχαῖος]] 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du temps de Cronos, <i>càd</i> vieux, antique;<br /><b>2</b> de Saturne <i>à Rome</i> : ἡ Κρονικὴ [[ἑορτή]] la fête des Saturnales.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονικός Medium diacritics: Κρονικός Low diacritics: Κρονικός Capitals: ΚΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Kronikós Transliteration B: Kronikos Transliteration C: Kronikos Beta Code: *kroniko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.; K. ἀστήρ the planet

   A Saturn, AP11.227 (Ammian.); ζῴδια Paul.Al.O.3; K. ἑορτή, = Saturnalia, Plu.Pomp.34, Porph.Antr.23; K. λόφος, = Κρόνιον, Pi.O.5.17; also K. ὄχθος ib.9.3.    II old-fashioned, out of date, Ar. Pl.581, Pl.Ly.205c (Comp.); πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικόν Alex. 62.2, cf. Com.Adesp.1052.    2 prov., K. λῆμαι, of the short-sighted, Diogenian.5.63, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Κρόνος, Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. Κρόνος ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, ἀρχαϊκός, ἀρχαῖος 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 du temps de Cronos, càd vieux, antique;
2 de Saturne à Rome : ἡ Κρονικὴ ἑορτή la fête des Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.