μεμακυῖα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμᾰκυῖα''': «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. [[μηκάομαι]].
|lstext='''μεμᾰκυῖα''': «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. [[μηκάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[μηκάομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 129] part. perf. zu μηκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμᾰκυῖα: «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. μηκάομαι.

French (Bailly abrégé)

v. μηκάομαι.