Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθορμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθορμίζω''': [[μετάγω]] τὰς [[ναῦς]] ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μεθορμίσαι (ἐξυπ. τὰς [[ναῦς]]) εἰς Σηστὸν παρῄνει Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 25· μεταφ., τοῦ νῦν σκυθρωποῦ... μεθορμιεῖ σε Εὐρ. Ἄλκ. 797· ἐξ ἕδρας μεθώρμισα πλόκαμον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 931· - Μέσ., σοὶ δ’ οὒτε πατρὸς δόμοι, δύστανε, μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα, σοὶ δὲ [[οὔτε]] οἱ δόμοι τοῦ πατρός σου πάρεισιν εἰς οὓς νὰ ζητήσῃς [[καταφύγιον]] τῶν δεινῶν σου..., Εὐρ. Μήδ. 442, πρβλ. 258. - Παθ., μετάγομαι ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μετορμίζεσθαι ἐκ (ἢ ἀπὸ)... ἐς... Ἡρόδ. 2. 115., 7. 182, Θουκ. 6. 88.
|lstext='''μεθορμίζω''': [[μετάγω]] τὰς [[ναῦς]] ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μεθορμίσαι (ἐξυπ. τὰς [[ναῦς]]) εἰς Σηστὸν παρῄνει Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 25· μεταφ., τοῦ νῦν σκυθρωποῦ... μεθορμιεῖ σε Εὐρ. Ἄλκ. 797· ἐξ ἕδρας μεθώρμισα πλόκαμον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 931· - Μέσ., σοὶ δ’ οὒτε πατρὸς δόμοι, δύστανε, μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα, σοὶ δὲ [[οὔτε]] οἱ δόμοι τοῦ πατρός σου πάρεισιν εἰς οὓς νὰ ζητήσῃς [[καταφύγιον]] τῶν δεινῶν σου..., Εὐρ. Μήδ. 442, πρβλ. 258. - Παθ., μετάγομαι ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μετορμίζεσθαι ἐκ (ἢ ἀπὸ)... ἐς... Ἡρόδ. 2. 115., 7. 182, Θουκ. 6. 88.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> μεθορμιῶ, <i>ao.</i> μεθώρμισα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire changer de mouillage, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> déplacer, transporter <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> <i>intr.</i> changer de mouillage;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθορμίζομαι changer de mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθορμίζω Medium diacritics: μεθορμίζω Low diacritics: μεθορμίζω Capitals: ΜΕΘΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: methormízō Transliteration B: methormizō Transliteration C: methormizo Beta Code: meqormi/zw

English (LSJ)

   A remove from one anchorage to another, intr. (sc. νέας), μ. εἰς Σηστόν X.HG2.1.25; μ. σκάφος Iamb.VP3.17: metaph., τοῦ νῦν σκυθρωποῦ . . μεθορμιεῖ σε E.Alc.798; ἐξ ἕδρας μεθώρμισα [πλόκαμον] Id.Ba.931:—Med., μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα to seek a refuge from... Id.Med.442 (lyr.), cf. 258; sail from one place to another, put out from, μετορυίζεσθαι ἐκ (or ἀπό) . . ἐς <*> Hdt.2.115, 7.183, cf. Th.6.88: metaph., πρὸς εὐσέβειαν cj. in Ph.2.219.

German (Pape)

[Seite 114] aus einem Hafen in den andern bringen, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν ἀλλὰ μεθορμίσαι ἐς Σηστὸν παρῄνει, Xen. Hell. 2, 1, 25; στόλον, Plut. Alc. 37; übh. aus einer Lage in die andere bringen, ἐξ ἕδρας μεθώρμισα τὸν πλόκαμον, Eur. Bacch. 929; u. auf den Geist übertr., τοῦ νῦν σκυθρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν μεθορμιεῖ σε, wie μεθίστημι gebraucht, Alc. 801. – Med. zur See von einem Orte zum andern fahren, ἐκ od. ἀπό – ἐς, Her. 2, 115. 7, 182 Thuc. 6, 88; übertr., μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα, Eur. Med. 443, vgl. 258.

Greek (Liddell-Scott)

μεθορμίζω: μετάγω τὰς ναῦς ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μεθορμίσαι (ἐξυπ. τὰς ναῦς) εἰς Σηστὸν παρῄνει Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 25· μεταφ., τοῦ νῦν σκυθρωποῦ... μεθορμιεῖ σε Εὐρ. Ἄλκ. 797· ἐξ ἕδρας μεθώρμισα πλόκαμον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 931· - Μέσ., σοὶ δ’ οὒτε πατρὸς δόμοι, δύστανε, μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα, σοὶ δὲ οὔτε οἱ δόμοι τοῦ πατρός σου πάρεισιν εἰς οὓς νὰ ζητήσῃς καταφύγιον τῶν δεινῶν σου..., Εὐρ. Μήδ. 442, πρβλ. 258. - Παθ., μετάγομαι ἀπὸ ὅρμου εἰς ὅρμον, μετορμίζεσθαι ἐκ (ἢ ἀπὸ)... ἐς... Ἡρόδ. 2. 115., 7. 182, Θουκ. 6. 88.

French (Bailly abrégé)

f. att. μεθορμιῶ, ao. μεθώρμισα;
I. tr. 1 faire changer de mouillage, acc.;
2 p. ext. déplacer, transporter en gén.
II. intr. changer de mouillage;
Moy. μεθορμίζομαι changer de mouillage.
Étymologie: μετά, ὁρμίζω.