μεταρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
|lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
}}
{{bailly
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρυθμίζω Medium diacritics: μεταρρυθμίζω Low diacritics: μεταρρυθμίζω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: metarrythmízō Transliteration B: metarrythmizō Transliteration C: metarrythmizo Beta Code: metarruqmi/zw

English (LSJ)

   A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13.    2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11.    II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.