ῥυθμίζω

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυθμίζω Medium diacritics: ῥυθμίζω Low diacritics: ρυθμίζω Capitals: ΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: rhythmízō Transliteration B: rhythmizō Transliteration C: rythmizo Beta Code: r(uqmi/zw

English (LSJ)

A bring into a measure of time or bring into proportion, περιόδους Plu. 2.350e; repeat a verse in proper time or rhythm, i.e. scan it, D.H.Comp. 18:—Pass., ἐν δυσὶ τετραχόρδοις ῥ. τὰ μέρη (sc. τοῦ οὐρανοῦ) Arist. Fr.47; λιθοῦται καὶ ῥυθμίζεται Philostr.VA3.57.
II generally, order, arrange, compose, Arist.Metaph.1075b12, Spir.485b2:—Pass., Id.Ph.245b9.
2 of persons, educate, train, τὰ παιδικά Pl.Phdr. 253b, cf. X.Cyr.8.8.20; τὰν ψυχάν Ti.Locr.103d; τὸ πρόσωπον Luc.Merc.Cond.30; τὰς γνώμας Id.Anach.22; [δένδρα] ῥ. ὥστε πρὸς μεσημβρίαν βλέπειν train them, Thphr. CP 3.7.9; ῥυθμίζω τινάς bring them to order, correct them, GDI5075.35 (Crete); ῥυθμίζει καὶ διδάσκει τινὰς κινεῖσθαι κινήσεις Stoic.2.28; ῥυθμίζω λύπην ὅπου define the place of grief (referring to the line before), S.Ant.318:—Med., πλόκαμον μίτραισι E. Hec.924 (lyr.): metaph., πρός τι prepare oneself for... Hld.10.10:—Pass., νηλεῶς ὧδ' ἐρρύθμισμαι = thus ruthlessly am I brought to order, A. Pr.243; ὄρνιθες ἐρρυθμισμένοι τὴν γλῶτταν = birds taught to speak, Philostr. VA1.7.
3 shape by massage, Sor.1.83, Ruf. ap. Orib.inc.20.6.

German (Pape)

[Seite 850] in ein Gleichmaaß, Ebenmaaß bringen, τὰ μέλη, Plut. de mus. oft; bes. einen Vers nach dem Zeitmaaße taktmäßig vortragen, skandiren, Schaef. zu D. Hal. de C. V. 238 Melet. p. 129, überh. ordnen, in eine Verfassung, Stimmung bringen, körperlich und geistig, νηλεῶς ὧδ' ἐῤῥύθμισμαι Ζηνί, Aesch. Prom. 241, so bin ich behandelt, zugerichtet; bei Soph. Ant. 318, τί δὲ ῥυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου, bezieht es sich auf die Rede des Boten, ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ 'πὶ τῇ ψυχῇ δάκνει, eigtl. »was vertheilst du meinen Schmerz und weisest ihm einen bestimmten Platz an«; τὰ παιδικὰ πείθοντες καὶ ῥυθμίζοντες, in Ordnung haltend, regelnd, leitend, Plat. Phaedr. 253 e; Xen. Cyr. 8, 8, 20; Sp.; ῥυθμίζω τὸ πρόσωπον, Luc. merc. cond. 30; τὰς γνώμας, gymnas. 22; ὕμνους σεμνῷ μέλει καὶ θρηνώδει ἐῤῥυθμισμένους, Hdn. 4, 2, 10; vgl. noch S. Emp. adv. log. 2, 409.

French (Bailly abrégé)

1 marquer d'un mouvement réglé et mesuré, rythmer, cadencer;
2 disposer suivant un ordre régulier, régler, arranger : τὸ πρόσωπον LUC composer son visage ; τὸν βίον πρός τι LUC régler sa vie en vue de qch ; τὰ παιδικά XÉN diriger les enfants ; en mauv. part soumettre de force à une règle, contraindre, asservir.
Étymologie: ῥυθμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥυθμίζω:
1 приводить в порядок, упорядочивать (ὕλην τινά Plut.): τί δὲ ῥυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου; Soph. ты хочешь определить, в чем моя печаль?;
2 приводить во взаимное соответствие, делать стройным (τὰ μέλη Plut.);
3 складывать, строить, устраивать: ῥ. τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ἥδιστον Luc. делать приятное выражение лица; ῥυθμίζεσθαι πλόκαμον Eur. убирать свои волосы;
4 направлять, воспитывать, учить (τὰ παιδικά Plat.);
5 поступать, обходиться: νηλεῶς ἐρρύθμισμαι Aesch. со мной жестоко обошлись.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυθμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρω εἰς ῥυθμὸν χρόνου ἢ εἰς ἀναλογίαν, περιόδους Πλούτ. 2. 350Ε· = ποδίζω ΙΙΙ, ἀναγινώσκω στίχον ἐμμέτρως, οὐ γὰρ δή γε ὡς ἴαμβον ἀξιώσαιμ’ ἂν ἔγω γε τὸ κῶλον τουτὶ ῥυθμίζειν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθ. 116, 7. - Παθ., ἐν δυσὶ τετραχόρδοις ῥ. τὰ μέρη (ἐξυπακ. τοῦ οὐρανοῦ) Ἀριστ. Ἀποσπ. 43. ΙΙ. καθόλου, διευθετῶ, συντίθημι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 10, 8, Πνευμ. 5, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 3, 2. 2) ὡς καὶ νῦν, ῥυθμίζω, τὰ παιδικὰ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Β, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 103D τὸ πρόσωπον Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 30· τὰς γνώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀναχ. 22· δένδρα ῥ. ὥστε πρὸς μεσημβρίαν βλέπειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 9· ῥυθμίζω τινά, διορθώνω, Ἐπιγραφὴ Κρήτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 60· ῥ. καὶ διδάσκει τινὰς κινεῖσθαι κινήσεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 409· τί δὲ ρυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου, πρὸ τί θέλεις νὰ ὁρίσῃς τὸν τόπον τῆς ἐμῆς λύπης; (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν προῃγούμενον στίχον· ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ ’πὶ ψυχῇ δάκνει;) Σοφ. Ἀντ. 318. -Μέσ. ῥ. πλόκαμον μίτραισι Εὐρ. Ἑκάβ. 924. - Παθ. νηλεῶς ὧδ’ ἐρρύθμισμαι, οὕτως ἀνηλεῶς εἰς τάξιν ἐπαναφέρομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 241· ὄρνεις ἐρρυθμισμένοι τὴν γλῶτταν, διδαχθέντες νὰ ὁμιλῶσι, Φιλόστρ. 9.

Greek Monolingual

ῥυθμίζω ΝΜΑ ῥυθμός
1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.)
2. (κατ' επέκτ.) διευθετώ, τακτοποιώ («η κυβέρνηση θα ρυθμίσει τα σχετικά με το νέο ωράριο τών καταστημάτων θέματα»)
μσν.
μτφ. γαληνεύω την ψυχή
αρχ.
1. απαγγέλλω ή τραγουδώ με μέτρο, με ρυθμό («οὐ γὰρ δή γε ὡς ἴαμβον ἀξιώσαιμ' ἂν ἔγω γε τὸ κῶλον τοῦτον ῥυθμίζειν» Διον. Αλ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) κατευθύνω, εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ («καὶ τὰ παιδικὰ πείθοντες καὶ ῥυθμίζοντες εἰς τὸ ἐκείνου ἐπιτήδευμα», Πλάτ.)
3. (σχετικά με πράγμ.) α) προσδίδω σε κάτι συγκεκριμένη όψη («ἢν δὲ μειδιάσω καὶ ῥυθμίσω τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ἥδιστον», Λουκιαν.)
β) δίνω ορισμένη κατεύθυνση («δένδρα ῥυθμίζειν ὥστε πρὸς μεσημβρίαν βλέπειν», Θεόφρ.)
4. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις, διαθέσεις ή αισθήματα) α) διαμορφώνω
β) προσδιορίζω, καθορίζω («τί δὲ ῥυθμίζεις τὴν ἐμὴν λύπην ὅπου;», Σοφ.)
5. ιατρ. εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή με μαλάξεις
6. κυβερνώ, διοικώ («τὴν οἰκίαν ῥυθμιζέτω ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)
7. μέσ. ῥυθμίζομαι
τακτοποιώ, διευθετώ.

Greek Monotonic

ῥυθμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ — Παθ., παρακ. ἐρρύθμισμαι (ῥυθμόςφέρνω σε μέτρο, σε ρυθμό χρόνου ή σε αναλογία· γενικά, τακτοποιώ, διευθετώ, ρυθμίζω, μορφώνω, παιδεύω, εκπαιδεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., ῥυθμίζεις λύπην ὅπου, καθορίζεις, προσδιορίζεις τον τόπο της λύπης, σε Σοφ. — Μέσ., ῥυθμίζω πλόκαμον, διορθώνω τα μαλλιά, σε Ευρ. — Παθ., νηλεῶς ὧδ' ἐρρύθμισμαι, τόσο ανηλεώς, με τέτοια σκληρότητα επαναφέρομαι στην τάξη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ῥυθμίζω, ῥυθμός
to bring into measure or proportion: generally, to order, to educate, train, Xen., etc.:—metaph., ῥ. λύπην ὅπου to define the place of grief, Soph.:—Mid., ῥ. πλόκαμον to arrange one's hair, Eur.:—Pass., νηλεῶς ὧδ' ἐρρύθμισμαι thus ruthlessly am I brought to order, Aesch.