μυρτοχειλίδες: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174.
|lstext='''μυρτοχειλίδες''': -αἱ, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br /><i>labia majora pudendorum</i> LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]], [[χεῖλος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.