ὀπισθοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθοφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], οἱ ὀπισθοφύλακες, οἱ τὴν ὀπισθοφυλακὴν ἀποτελοῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6, κτλ.
|lstext='''ὀπισθοφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], οἱ ὀπισθοφύλακες, οἱ τὴν ὀπισθοφυλακὴν ἀποτελοῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />soldat <i>ou</i> troupe d’arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]], [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοφύλαξ Medium diacritics: ὀπισθοφύλαξ Low diacritics: οπισθοφύλαξ Capitals: ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: opisthophýlax Transliteration B: opisthophylax Transliteration C: opisthofylaks Beta Code: o)pisqofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A one who guards the rear : οἱ ὀ. the rearguard, ib.4.1.6, Ph.2.121, etc.

German (Pape)

[Seite 358] ακος, ὁ, der Wächter hinten, bes. beim Heere, zur Nachhut, zum Nachtrab gehörig, Xen. An. 4, 7, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὸ ὄπισθεν μέρος, οἱ ὀπισθοφύλακες, οἱ τὴν ὀπισθοφυλακὴν ἀποτελοῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
soldat ou troupe d’arrière-garde.
Étymologie: ὄπισθεν, φύλαξ.